ἀντιβαστάζω

ἀντιβαστάζω
ἀντιβαστάζω,
A support, prop, Eust.1933.37.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιβαστάζει — ἀντιβαστάζω support pres ind mp 2nd sg ἀντιβαστάζω support pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιβαστάζοντες — ἀντιβαστάζω support pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιβαστώ — (Μ ἀντιβαστάζω) υποστηρίζω, στυλώνω. νεοελλ. 1. βοηθώ 2. υπομένω καρτερικά …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”